Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τῶν τῆς πόλεως

  • 1 совет

    совет
    м
    1. (наставление) ἡ συμβουλή:
    \совет врачей ἡ ἱατρική συμβουλή· дру́жеский \совет ἡ φιλική συμβουλή, ἡ φιλική παραίνεση· следовать чьим-л. \советам ἀκολουθώ τίς συμβουλές κάποιου·
    2. (совещание) συμβούλιο[ν]:
    военный \совет τό πολεμικό συμβούλιο· семейный \совет τό οίκογενειακό[ν] συμβούλιο[ν]·
    3. (административный или общественный орган) τό συμβούλιο[ν]:
    Совет Министров τό ϋπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]· Всемирный \совет Мира τό Παγκόσμιο[ν] Συμβούλιο[ν] είρήνης· Совет Безопасности СОН τό Συμβούλων 'Ασφαλείας τοῦ ΟΗΕ·
    4. (орган государственного управления в СССР) τό Σοβιέτ, τό Συμβούλιο[ν]:
    Верховный Совет СССР τό Άνώτατο[ν] Σοβιέτ τής ΕΣΣΔ (τής Ένωσης τῶν Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών)· Совет Союза τό Σοβιέτ τής Ένωσης· Совет Национальностей τό Σοβιέτ τών Εθνοτήτων Совет народных депутатов τό Σοβιέτ των \си́кС5р βουλευτών' областной \совет τό Σοβιέτ τής περιοχής· местные \советы τά τοπικά Σοβιέτ· городской \совет τό Σοβιέτ τής πόλεως· сельский \совет τό Σοβιέτ τοῦ χωριοῦ· Съезд Советов τό συνέδριο των Σοβιέτ· ◊ \совет да4 любовь μονοιασμένοι κι ἀγαπημένοι.

    Русско-новогреческий словарь > совет

  • 2 Sacrifice

    subs.
    P. and V. θυσία, ἡ, θῦμα, τό; see also Rite, Slaughter.
    Victim: P. and V. θῦμα, τό. σφγιον, τό (generally pl.), Ar. and P. ἱερεῖον, τό, Ar. and V. σφαγεῖον, τό, V. θύος, τό, θυτήριον, τό, πρόσφαγμα, τό χρηστήριον, τό; see Victim.
    For account of sacrifice see Eur., Electra, 800 to 838.
    Fit for sacrifice ( of a beast), adj.: Ar. θσιμος.
    Burnt offering: V. ἔμπυρα, τά.
    Initiatory sacrifice: P. and V. προτέλεια, τά (Plat.), Ar. προθματα, τά.
    Make sacrifice: P. and V. θειν, P. ἱερὰ ποιεῖν, ἱεροποιεῖν, V. ῥέζειν, θυηπολεῖν (also Plat. but rare P.).
    Make rich sacrifice: V. πολυθύτους τεύχειν σφαγάς (Soph., Tr. 756).
    Sacrifices at crossing (a river, etc.): P. διαβατήρια, τά (Thuc. 5, 54).
    Obtain favourable omens in a sacrifice, v.: Ar. and P. καλλιερεῖσθαι.
    The flame of sacrifice: V. θυηφγος φλόξ ἡ (Æsch., Ag. 597).
    The altar of sacrifice: V. δεξμηλος ἐσχρα ἡ (Eur., And. 1138).
    On the altar of sacrifice: Ar. βουθύτοις ἐπʼ ἐσχάραις (Av. 1232).
    The town is filled with sacrifices by my seers to rout the enemy and the city: V. θυηπολεῖται δʼ ἄστυ μάντεων ὕπο τροπαῖα τʼ ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (Eur., Heracl. 401).
    On days of sacrifice: V. βουθύτοις ἐν ἤμασι (Æsch., Choe. 261).
    Magistrates who look after sacrifices: P. ἱεροποιοί, οἱ.
    The reek of sacrifice: Ar. ἱερόθυτος καπνός, ὁ; see Reek.
    met., loss: P. ἀποβολή, ἡ.
    You alone of the Greeks ought to make this sacrifice for us: P. ὀφείλετε μόνοι τῶν Ἑλλήνων τοῦτον τὸν ἔρανον (Isoc. 307E).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. θειν (υ Eur., El. 1141), V. σφάζειν, ἐκθειν, ῥέζειν, ἔρδειν.
    Have sacrificed: P. and V. θύεσθαι (mid.).
    Sacrifice after: V. ἐπισφάζειν.
    Sacrifice before: P. and V. προθύειν, V. προσφάζειν.
    Sacrifice over: V. ἐπισφάζειν (τινά τινι).
    Sacrifice with another: P. and V. συνθύειν (absol. or dat.).
    absol., do sacrifice: see under sacrifice, subs.;
    Sacrifice bulls: V. ταυροκτονεῖν.
    Sacrifice sheep: Ar. and V. μηλοσφαγεῖν.
    Sacrifice oxen: V. βουσφαγεῖν, Ar. and V. βουθυτεῖν.
    met., give up ( persons or things): P. and V. προδδοναι, P. προΐεσθαι.
    Give up ( things): P. and V. προπνειν.
    Expend: P. and V. ναλίσκειν.
    Lose: Ar. and P. ποβάλλειν.
    Sacrifice ( one thing to another): P. ὕστερον νομίζειν (τι πρός τι), V. ἱστναι (τι ὄπισθέ τινος).
    I did not sacrifice the rights of the many to the favour of the few rich: P. οὐ τὰς παρὰ τῶν πλουσίων χάριτας μᾶλλον ἢ τὰ τῶν πολλῶν δίκαια εἱλόμην (Dem. 263).
    Sacrificing the welfare of your country to the delight and gratification of hearing scandal: P. τῆς ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδονῆς καὶ χάριτος τὸ τῆς πόλεως συμφέρον ἀνταλλασσόμενοι (Dem. 273).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sacrifice

  • 3 Government

    subs.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό, or use V. σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.
    Kingship: P. and V. τυραννς, ἡ.
    Affairs: P. and V. τὰ πράγματα, Ar. and V. πρᾶγος, τό.
    Constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.
    Magistrates: P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κρια, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί.
    Form of government: P. κόσμος, ὁ, or use τάξις πολιτείας, ἡ.
    The government that was then being established: P. τὰ τότε καθιστάμενα πράγματα.
    I am friendly to the established government: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145, 37).
    Carry on the government. v.: Ar. and P. πολιτεύεσθαι. P. and V. τὰ τῆς πόλεως πράσσειν.
    The nine Archons at that time carried on most of the duties of government: P. τότε τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἔπρασσον (Thuc. 1, 126.)
    Has the government been left to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).
    Good government, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.
    Enjoy good government, v.: P. εὐνομεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Government

  • 4 Moral

    adj.
    Ethical: P. ἠθικός (Arist.).
    Moral principles: P. τῶν πραξέων αἱ ἁρχαί (Dem. 21).
    Just, right: P. and V. ὀρθός, δκαιος, ὅσιος, εὐσεβής; see Just.
    Proper, becoming: P. and V. εὐπρεπής, προσήκων, πρέπων.
    On moral grounds: P. κατ δκην (Thuc. 7, 57).
    The moral law: use P. and V. θεῖος νόμος, ὁ.
    ——————
    subs.
    Lesson taught: P. διδασκαλία, ἡ.
    I have enlarged on the position of our city to point this moral that...: P. ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως διδασκαλίαν ποιουμένος... (with acc. and infin.) (Thuc. 2, 42).
    Example: P. and V. παρδειγμα, τό.
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven and a moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραὶ θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Moral

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Πόλεως Αθηνών — Ιδρύθηκε το 1973 από τον πολιτικό και συλλέκτη Λάμπρο Ευταξία. Στεγάστηκε σε ένα νεοκλασικό κτίριο του 1833 (Παπαρρηγοπούλου 5 & 7, Πλατεία Κλαυθμώνος) που ανήκε στον προπάππο του ιδρυτή Σταμάτιο Δεκόζη Βούρο· είναι γνωστό και σαν Παλιό Παλάτι,… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g …   Wikipedia Español

  • BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»